Η ελληνική οικονομία φαίνεται ότι κατάφερε πολύ γρήγορα να περιορίσει στο ελάχιστο τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, η ανάπτυξη στη χώρα μας θα πλησιάσει, στο συντηρητικό σενάριο, το 7% του ΑΕΠ, ενώ η ύφεση έκλεισε στο 9% το 2020. Αυτές οι επιδόσεις είναι άκρως ενθαρρυντικές, ενώ οι προβλέψεις και για τα επόμενα χρόνια δείχνουν ικανοποιητικές επιδόσεις.
Βέβαια, για να επιτευχθεί αυτή η εντυπωσιακή επάνοδος, διάφορα συστατικά διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο. Χρειάστηκαν τόσο οι καίριες παρεμβάσεις της Πολιτείας, όσο και η επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ΕΚΤ.
Αναμφίβολα, οι αβεβαιότητες παραμένουν στο προσκήνιο και ιδιαίτερα όσον αφορά στις υγειονομικές εξελίξεις και τις πληθωριστικές πιέσεις, λόγω και των γεωπολιτικών κρίσεων. Όμως, η ελληνική οικονομία είναι καλύτερα οχυρωμένη και έχοντας την εμπειρία της προηγούμενης δεκαετίας, με τα προγράμματα προσαρμογής, θα μπορέσει να αντιμετωπίσει καλύτερα τις προκλήσεις.
Αναμφισβήτητα, το Ταμείο Ανάκαμψης– το οποίο περιλαμβάνει κονδύλια άνω των 30 δισ. ευρώ – είναι ένα πολύ καλό καινοτόμο εργαλείο, αλλά δεν αποτελεί πανάκεια, καθώς χρειάζονται μεταρρυθμίσεις στη χώρα μας, με στόχο την προσέλκυση νέων επενδύσεων.
Αυτά τα κονδύλια, μαζί με το νέο ΕΣΠΑ, θα αποτελέσουν εφαλτήριο για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας. Όμως, θα πρέπει να είμαστε ιδιαιτέρως προσεκτικοί στην αξιοποίησή τους και να μην επαναπαυθούμε. Γιατί η ορθή και έγκαιρη αξιοποίηση αυτών των κονδυλίων θα αποτελέσει το μεγάλο στοίχημα της ελληνικής οικονομίας. Μέσω αυτών των κονδυλίων, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα οδηγηθούν σε νέα μοντέλα ανάπτυξης και χρηματοδότησης, ακολουθώντας αρχές κυκλικής οικονομίας και πράσινης ανάπτυξης. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται και ο νέος αναπτυξιακός νόμος, που θα διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην αναγέννηση πολλών ελληνικών επιχειρήσεων.
Εδώ, πολύ σημαντικός είναι ο ρόλος των τραπεζών.
Είναι κάτι παραπάνω από αυτονόητο και σημαντικό, τα πιστωτικά ιδρύματα να παρέχουν στις επιχειρήσεις τις κατάλληλες ανάσες ρευστότητας, εστιάζοντας κυρίως σε βιώσιμες.
Ιδιαίτερα σήμερα, που παρατηρείται αύξηση των καταθέσεων στην περίοδο της υγειονομικής κρίσης, παρά τα μηδενικά προθεσμιακά επιτόκια. Παρόλα αυτά, τα μέσα επιτόκια, τόσο στα νέα δάνεια, όσο και στα υφιστάμενα, παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα, διπλάσια του μέσου όρου της ευρωζώνης.
Εξίσου καταλυτικής σημασίας, ήταν η ραγδαία μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και ο εκσυγχρονισμός του τραπεζικού συστήματος, μετά από μια παρατεταμένη περίοδο απαξίωσης στα χρόνια των προγραμμάτων προσαρμογής.
Η ολιστική αντιμετώπιση των συσσωρευμένων μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών θα αποτελέσει το εφαλτήριο της ελληνικής οικονομίας. Η ενίσχυση της κερδοφορίας τους θα εξασφαλίσει νέους χρηματοδοτικούς πόρους για τις επιχειρήσεις, που τόσο έχουν ανάγκη για να κάνουν νέες επενδύσεις και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας.
Η ανάγκη παροχής ρευστότητας από τα πιστωτικά ιδρύματα γίνεται ακόμα πιο επιτακτική σήμερα. Ο ρόλος των Τραπεζών στην απορρόφηση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης θα είναι καθοριστικός και δεν πρέπει να υπάρχουν καθυστερήσεις αλλά και υστέρηση κονδυλίων.
Διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία υπάρχουν. Με τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Τράπεζα Επενδύσεων, οι όροι δανεισμού μπορεί να είναι ιδιαιτέρως ευνοϊκοί, ώστε και να επιβραδυνθεί ο ρυθμός απόρριψης επιχειρηματικών δανείων, και να μειωθούν τα επιτόκια στις νέες δανειακές συμβάσεις.
Κωνσταντίνος Β. Κόλλιας, Πρόεδρος Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος: “Προκλήσεις ρευστότητας” | Date: 01/03/2022 © Energizing Greece Magazine | 1st Edition March 2022 |
| 1st Edition Energizing Greece Magazine | March 2022 |
| Be Part of Tomorrow’s World |